Ἁρμονιῶν

Ἁρμονιῶν
Ἁρμονίη
fem gen pl
Ἁρμονίζω
frame
fut part act masc nom sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἁρμονιῶν — ἁρμονία means of joining fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἁρμονίων — Ἁρμόνιος fitting masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άδραστος — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Βασιλιάς του Άργους, γιος του Ταλαού και της Λυσιμάχης, κόρης του Άβαντα. Αδελφοί του ήταν ο Παρθενοπαίος, ο Πρώναξ, o Μηκιστεύς κι ο Αριστόμαχος. Αδελφή του ήταν η Εριφύλη. O Ταλαός σκοτώθηκε από τον συγγενή του… …   Dictionary of Greek

  • κανονικός — Εκείνος που τελείται με ορισμένο κανόνα ή σύμφωνα με κανόνα· εκείνος που πραγματοποιείται σύμφωνα με τις διατάξεις των νόμων· εκείνος που προέρχεται από τους κανόνες ή τα δόγματα της Εκκλησίας. Κ. δίκαιο ονομάζεται επίσης το δίκαιο που βασίζεται… …   Dictionary of Greek

  • κοσμικός — ή, ό (ΑM κοσμικός, ή, όν) [κόσμος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κόσμο, στο σύμπαν (α. [στην πυθαγόρεια φιλοσοφία] «κοσμική μουσική» το σύνολο τών διακεχυμένων στο σύμπαν αρμονιών β. «τ οὐρανοῡ δὲ καὶ τῶν κοσμικῶν πάντων», Αριστοτ.) 2.… …   Dictionary of Greek

  • Αλεξάντερ, Στέφεν — (Stephen Alexander, Σενέκτεντι 1806 – Πρίνστον 1883). Αμερικανός αστρονόμος. Δίδαξε στο κολέγιο του Νιου Τζέρσεϊ από το 1833 έως το 1877. Δημοσίευσε σημαντικές μελέτες σε διάφορα περιοδικά, με πιο γνωστές τις ακόλουθες: Θεμελιώδεις αρχές των… …   Dictionary of Greek

  • Βολανάκης, Κωνσταντίνος — (Κρήτη 1837 – Πειραιάς 1907). Ζωγράφος. Ο Β. υπήρξε από τους κυριότερους εκπροσώπους της ελληνικής θαλασσογραφίας. Πολύ νέος εγκαταστάθηκε στην Τεργέστη. Από το 1860 μαθήτευσε στην Ακαδημία του Μονάχου με καθηγητή τον Πιλότι. Εργάστηκε ως… …   Dictionary of Greek

  • Κορό, Ζαν-Μπατίστ Καμίγ — (Jean Baptiste CamilleCorot, Παρίσι 1796 – 1875). Γάλλος ζωγράφος. Μαθήτευσε για διάστημα τριών ετών στο εργαστήριο του Ζαν Βικτόρ Μπερτέν, ενώ παράλληλα ζωγράφιζε στα περίχωρα του Παρισιού, στο δάσος του Φοντενεμπλό και στη Νορμανδία. Το 1825… …   Dictionary of Greek

  • Ντελονέ, Σόνια Τερκ — (Sonia Delaunay, Οδησσός 1885 – 1979). Γαλλίδα ζωγράφος ρωσικής καταγωγής. Ταξίδεψε πρώτα στη Γερμανία και ύστερα στο Παρίσι, όπου γνώρισε τους πρωτοπόρους ζωγράφους και το 1910 παντρεύτηκε τον Ρομπέρ Ντελονέ. Εξαιρετικά ευαίσθητη στο χρώμα, η Ν …   Dictionary of Greek

  • Ψάχος, Κωνσταντίνος — (Μεγάλο Ρεύμα, Βόσπορος 1869 – Αθήνα 1949). Έλληνας μουσικολόγος, θεωρητικός, μουσικοδιδάσκαλος και συνθέτης. Σπούδασε βυζαντινή μουσική στην Κεντρική Ιερατική Σχολή της Κωνσταντινούπολης και θεολογία στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης. Στα πρώτα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”